μοναγρία

μοναγρία
μον-αγρία, ,
A solitary field, farm, Ph.2.4, Alciphr.2.2:—also [suff] μον-άγριον, τό, Ph.2.474 codd., v.l. in ib.4, Jahresh.23 Beibl.93 ([place name] Pamphylia).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοναγρίᾳ — μοναγρίᾱͅ , μοναγρία solitary field fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναγρία — μοναγρία, ἡ (Α) απομονωμένος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αγρία (< αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ αγρία] …   Dictionary of Greek

  • μοναγρίας — μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem acc pl μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναγρίαις — μοναγρία solitary field fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάγριον — μονάγριον, τὸ (Α) [μοναγρία] μοναγρία* …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”